- λυγαριά
- Κοινή ονομασία του δικοτυλήδονoυ φυτού Vitex agnus, της οικογένειας των βερβενιδών. Η λ. είναι φυλλοβόλος θάμνος ή μικρό δέντρο, ύψους 1-2 μ. Έχει τετραγωνικό, πολύ χνουδωτό βλαστό με μακρόμισχα, παλαμοειδή φύλλα με 5-7 λογχοειδή και μυτερά φυλλάρια· τα τελευταία είναι σκούρα πράσινα στην πάνω και λευκά, πολύ χνουδωτά στην κάτω επιφάνεια. Τα άνθη της είναι σε διακλαδισμένο στάχυ ή βότρυ, με κωδωνοειδή κάλυκα και λευκή, ροζ, μοβ ή γαλάζια στεφάνη. Ο καρπός είναι τετράσπερμη δρύπη. Αυτοφύεται σε όλη την Ελλάδα, σε άγονες παραθαλάσσιες περιοχές και κοντά στις όχθες των ποταμών και στα χαντάκια. Η λ. ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες με την ονομασία άγνος. Τα λεπτά, μακρά και ευλύγιστα κλαδιά της, τα οποία οι αρχαίοι ονόμαζαν λύγους (οι γνωστές σήμερα βέργες), χρησιμοποιούνται στην καλαθοπλεκτική. Τα αρωματικά φύλλα της έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Μερικές ποικιλίες φυτεύονται στους κήπους ως καλλωπιστικές. Είναι γνωστή επίσης ως λυγιά, αλυγαριά, καναπίτσα και δέντρο της αγνότητας.
Η λυγαριά, θάμνος της ελληνικής χλωρίδας, χαρακτηριστικός στις όχθες των ποταμών και των ρυακιών και στις παραθαλάσσιες περιοχές (φωτ. Ν. Ταμβάκη).
* * *ηκοινή ονομασία τού φυτού Vitex agnus-castus τού γένους βίτεξ.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λυγ-αρέα (με συνίζηση λυγαριά) < λύγος* + κατάλ. -αριά (πρβλ. κληματ-αριά, λαιμ-αριά)].
Dictionary of Greek. 2013.